- αδάικτος
- ἀδάικτος, -ον (Α) [δαΐζω]ο μη κατεστραμμένος, αλώβητος, άφθαρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] … Dictionary of Greek